Μάνα σου γράφω απ’ τη σκοπιά 27
για στερνή φορά
έχω υπηρεσία απόψε τέσσερις μ’ εφτά
στεκόμενος μέσα σ’ ένα κουτί
ψάχνω να βρω κάποιον εχθρό
αλλά δεν υπάρχει τίποτα εδώ
Το μέταλλο απ’ το κράνος στενεύει
μαζί κι ο νους μου
κι έχω πρόβλημα μ’ αυτούς που τα παιδιά λένε παλιούς
δεν υπάρχει να φυλάξω τίποτα απόψε εδώ
μη με ψάξεις να με βρεις, απόψε λέω να χαθώ
Ισοπεδώθηκε κι η λογική που είχα για χρόνια
από ένα μάτσο κωθώνια που `χουν στον ώμο γαλόνια
Η ησυχία που `χει μάνα απόψε είναι ένοχη
και στ’ αυτιά μου έχω τις φωνές τους από το πρωί
Δε βλέπω απόψε ουρανό, οι ψυχές δεν ξέρω που πάνε
πως πάω χαμένος νομίζω σαν το φαΐ που πετάνε
οι υπόλοιποι στο θάλαμο πια δε μου μιλάνε
αφού δε βρίσκω το λόγο σε κανέναν να μιλώ
στέκομαι μόνος στο κρεβάτι μου απλά και προσποιούμαι
και γράφω όπου βρω τη λέξη αρνούμαι
γιατί αρνούμαι να `χουμε ειρήνη και να είμαι εδώ
αρνούμαι να τους παρακαλάω για να σε δω
αρνούμαι να γυρίζω στο παντού και πουθενά
για ένα χαρτί που εν τέλει δε σου δίνει τίποτα
Νιώθω στείρος, του μυαλού μου η βίδα έχει λασκάρει
Πάρ’ το χαμπάρι!! στο δρεπάνι τους δε γίνομαι στάρυ
είμ’ ο σκοπός 27 κι η ώρα πήγε 7 παρά
κι οι άλλοι ετοιμάζονται να μπουν στη σειρά
Βγάζω το κράνος, φοράω απάνω γεμιστήρα
Μάνα! μη με παρεξηγείς που απόψε τα πήρα
είμαι στην ώρα μηδέν, κάπου στη χώρα μηδέν
σκοπός 27 πατρίδα ένα μηδέν...