Ήταν μια νύχτα παράξενη στο μικρό υπόγειο.
Ένα τρένο στο βορρά, ένα τρένο στο νότο.
Ο φίλος μου σκεφτόταν το ρητό
πως ο σκύλος είναι ο μόνος φίλος τού ανθρώπου.
Κοιτάξαμε δεξιά και μετά αριστερά
κι είδαμε κάποιον να κοιμάται στα σκαλιά.
Ήταν ο ίδιος που μετά μας ζητούσε χρήματα
και χαμογελούσε χαμένος στα μισά του τίποτα.
Πώς μια ζωή μπορεί να χαθεί ξαφνικά;
Όταν ο ήλιος χαράξει, έρχεται η σκοτεινιά
κι είναι μόνο τότε που μια γύφτισσα μπορεί
να διαβάσει το χέρι σου και μετά να χαθεί.
Σ’ εκείνα τα σπίτια που κυλάνε με τροχούς.
Εδώ κι εκεί, σ’ ένα κόσμο από ελεεινούς.
Έλεος είναι κάτι που κανείς δεν το θέλει
μέχρι που φτάνεις στο σημείο να βγάζεις το χέρι.
Και κάπως έτσι περπατάει ο ένας πίσω απ’ τον άλλο
γελώντας ή κλαίγοντας σ’ ένα κόσμο μεγάλο.
Ο φίλος μου κι εγώ διασχίζαμε προάστια.
Η διαδρομή μεγάλωνε, το μυαλό μου καιγότανε.
Σε μια στάση κάποιος μπήκε και ζητούσε χρήματα.
Έξω απ’ το παράθυρο το φεγγάρι κρεμόταν στα σύρματα.
Καθενός το στόμα πάντα ψάχνει για τις λέξεις
κι εσύ σκέφτεσαι από μέσα σου πως θέλεις να τρέξεις
σαν εκείνο το κογιότ που πιτσιρίκι έβλεπες.
Σε κανένα δεν είπες πως την αγάπησες
όπως κανένα δεν ενδιέφερε πώς εσύ μεγάλωσες,
πως πριν από μια προσευχή με το θεό μάλωσες.
Κι αν δεν είχες ένα φίλο, τότε θα είχες ένα σκύλο
ή ένα τοίχο να μιλάς ή του δρόμου το στύλο.
Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία ενός ανθρώπου
που ζητούσε αγάπη στο τέλος του δρόμου.
Και κάπως έτσι περπατάει ο ένας πίσω απ’ τον άλλο
γελώντας ή κλαίγοντας σ’ ένα κόσμο μεγάλο.
Έλεος είναι κάτι που κανείς δεν το θέλει
μέχρι που φτάνεις στο σημείο να βγάζεις το χέρι.
Και κάπως έτσι περπατάει ο ένας πίσω απ’ τον άλλο
γελώντας ή κλαίγοντας σ’ ένα κόσμο μεγάλο.