Από μικρός την ήθελα την ξενιτιά
Με τα παλάτια και τα ποταμόπλοια
Παντρεύτηκα στη γη μου, δεν ανάσαινα
Ζαγοριανό καράβι φεύγει, μπάρκαρα
Στο τρίτο το λιμάνι, βόηθα φύλαγε
Με φίλησε στο στόμα κόρη μάγισσας
Μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν
Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
Με μάγεψε και μένα, δεν μπορώ να ’ρθώ
Σε σκέφτομαι μονάχη να χτενίζεσαι
Τα ντόπια τα πουλάκια στις φωλίτσες τους
Κι εγώ στα ξένα τα κλαδιά να πνίγομαι.
Σελλών τ’ άλογο μου, ξεσελώνεται
Να γράψω πιάνω γράμμα, μα δε γράφεται
Κοιτάζω στον καθρέφτη, δεν είν’ άνθρωπος
Ξυπνάω μια μέρα, φύγαν χρόνοι δώδεκα
Κι απόψε που κοιτούσα το ξημέρωμα
Ακούω ξαφνικά να λέει η μάγισσα, μου λέει η μάγισσα:
Χτες ήρθ’ από τα μέρη μας μια καστανή
Μια αλυσσιδοπλεγμένη, γαϊτανόφρυδι
Μου είπε τρία λόγια για να σε τα πω:
Η ασημένια βέργα, ετσακίστηκε
Κι αργυρή καμάρα, εραγίστηκε
Τα τρία περιστεράκια, επετάξανε.
Η ασημένια βέργα, είν’ η μάνα μου
Κι η αργυρή καμάρα, είν’ η γυναίκα μου
Τα τρία περιστεράκια, είν’ τα παιδάκια μου
Τα είπα αυτά κι ο ήλιος σαν να σβήστηκε
Σελώνω τ’ άλογό μου, ζώνω το σπαθί
Και φεύγω και γυρίζω πάλι σπίτι μου.
Ξανά στο σπίτι μου!