Είναι μια σκέψη λυπημένη, απόψε, στην καρδιά μου,
μια σκέψη τόσο μακρινή κι έτσι θλιμμένα μόνη,
μια σκέψη δίχως όνομα που ζει μέσ' στην καρδιά μου.
Κάθε που πέφτει η σκοτεινιά και σιγανά νυχτώνει,
η μαύρη σκέψη, η θλιβερή που ζει μέσ' στην καρδιά μου,
γίνεται, πάλι, μια φωνή και μοίρεται βαθιά μου.
Κι είναι σαν κάποια σύννεφα χαμένα μες το δείλι,
που δίχως λόγο, ξαφνικά, την ώρα που βραδιάζει,
ξεσπούν όλη την πίκρα τους και την απόγνωσή τους.
Κι είναι σαν κάποια πέταλα των ρόδων μες τη νύχτα,
που ανήμπορα για να χαρούν κι ανώφελα να ζήσουν,
τα πρώτα κρύα καρτερούν να κλείσουν και να δύσουν.
Κι είναι σα στέρνες με νερά που νοσταλγούν φεγγάρια,
μες τα θανάσιμα, τ΄ αργά πεσίματα των φύλλων,
που κάθε τόσο, μυστικά, κυλούν απ΄ τα κλωνάρια.