Δροσοσταλίδες ήμερες, βαλτές πάνου στα κρίνα,
σα χίλιες διαμαντόπετρες, μεσ’ στη γλαρήν αυγή,
πουλάκια πρωτοξύπνητα, που λαχταράν κι εκείνα
πότε να τρέξει του φωτός η αστέρευτη πηγή.
Άρρητα ανθάκια, σύχαρα, μες στο δροσό λουσμένα,
ευωδερά και φλογερά, με τη γλυκιά θωριά,
φαιδρά νεράκια, που ξυπνάν και, μισοκοιμισμένα,
παίρνουν το δρόμο, βιαστικά, προς την κατηφοριά.
Χιονάτα αρνάκια, που λακάν ολόχαρα απ’ τη στάνη,
και πηλαλάν κουδουνιστά, μέσ’ στο λευκό στρατί,
κλώνοι των δέντρων, άλλοι φως, και φλόγα, και στεφάνι,
κι άλλοι γερμένοι και βουβοί, και σα γονατιστοί.
Ας ήταν έτσι, σήμερα, με τόση απαλοσύνη,
με τόσα ρόδα, τόσο φως, και τόσες ευωδιές,
να `χε μιλήσει της αυγής η μάνα καλοσύνη,
σ’ όλες τις σκέψεις τις κακές, και σ’ όλες τις καρδιές.