Μέσα στην κρύα κάμαρα
στο λίγο φως που πέφτει,
στο λίγο φως που πέφτει,
το πρόσωπό μου το χλωμό
κοιτάζω στον καθρέφτη,
κοιτάζω στον καθρέφτη.
Με δείραν όλοι οι καιροί,
μεγάλες μπόρες πέρασα,
πως γέρασα, πως γέρασα,
αχ! πως γέρασα, αχ! πως γέρασα.
Σε δυστυχίες έζησα,
ήπια πολλά φαρμάκια,
ήπια πολλά φαρμάκια,
βαθειές ρυτίδες έφτασαν
και χάραξαν αυλάκια,
και χάραξαν αυλάκια.
Με δείραν όλοι οι καιροί,
μεγάλες μπόρες πέρασα,
πως γέρασα, πως γέρασα,
αχ! πως γέρασα, αχ! πως γέρασα.
Στην έρημη την κάμαρα
κυλούν τα δάκρυά μου,
κυλούν τα δάκρυά μου,
στα φοβερά χτυπήματα
πώς άντεξες καρδιά μου,
πώς άντεξες καρδιά μου.
Με δείραν όλοι οι καιροί,
μεγάλες μπόρες πέρασα,
πως γέρασα, πως γέρασα,
αχ! πως γέρασα, αχ! πως γέρασα.