Σαν ανύποπτοι ακροβάτες σε μια αόρατη κλωστή
της παλίρροιας μετανάστες μπρός γκρεμός πίσω η πληγή
στα διαλείμματα αυταπάτες δίχτυ απλώνουν οι αριθμοί.
Ξένοι σε μια ξένη πόλη διαβατήριο η σιωπή
αν γλιστρήσει μια συγγνώμη κάπου κλαίει ένα παιδί
στα φανάρια η θλίψη ενώνει όταν φεύγει η Κυριακή.
Κι εσύ μου λές να σ’ αγαπάω
να σε φιλώ να σε μεθάω
για μας τους δυο να τραγουδάω
να με χαρείς να σε χαρώ
μα εγώ δεν ξέρω τι μου φταίει
τι με πληγώνει τι με καίει
ποιος με φορτώνει με άλλων χρέη
και ποιος μου κλέβει τον καιρό.
Είδωλα στη μαύρη οθόνη απ τον ίδιο τοκεττό
η ομάδα με πληγώνει κι έχω χάσει τον εχθρό
σαν κερί πάνω στο χιόνι στάχυ στον ωκεανό.
άσπρισαν τα όνειρά μου οι θεοί και οι ληστές
πέτρινα καράβια χτίζουν με βρισιές και προσευχές
πέτρινα καράβια του αύριο που ο καπνός τους πάει στο χτες.