Μὰ κιόλας τὸ μουρλὸ φοιτηταριὸ μελισσολόγαγε στοὺς δρόμους καὶ στὰ στάδια,
σφεντονίζοντας μὲ μεγάλες χειρονομίες τὰ καπέλα του στὸ μέλλον,
ξεβουλώνοντας στὶς πλατεῖες μεγάλες μποτίλιες σφραγισμένα ὄνειρα,
παλεύοντας σῶμα μὲ σῶμα μὲ τὰ παλιὰ ἀγάλματα καὶ μὲ τοὺς ἀστυφύλακες,
ἀνεβοκατεβαίνοντας τὶς σκάλες τοῦ Χημείου,
σφίγγοντας τὸν ἐνθουσιασμό τους μὲς στὰ δόντια τους,
παίζοντας καρπαζιὲς μὲ τὸ θάνατο σὲ κάθε βῆμα καὶ γελώντας,
σφίγγοντας τ’ αὔριο μὲς στὶς φοῦχτες τους
πιὸ δυνατὰ ἀπ’ τὸ κατσαρόλι τοῦ συσσίτιου.