Οι αφέντες μου οι παλιοί και πάλι ανταμώνουν
με τους ρηγάδες και τις ρήγαινές τους που υψώνουν
στους προμαχώνες τις σημαίες και τα τρόπαιά τους
και διαλαλούν η Κύπρος πως ξανάγινε δικιά τους.
Έρχονται να γιορτάσουν που και πάλι ορίζουν
τη μοίρα μου, και μόνο αυτοί για μένα αποφασίζουν.
Ευρώπη, Ευρώπη, πες αν επιτρέπεται να κλαίω
που αποικία σου έγινα, και πώς θες να σε λέω;
Κυρά κι αφέντρα, μαντάμ, μα ποτέ μητέρα.
Όχι, μη μου ζητήσεις να σε πω μητέρα,
όχι, όχι.
Τα λογικά μου χάνω, όταν με παραμυθιάζουν
ηγέτες ντόπιοι μα και ξένοι και το νου μου βιάζουν,
όταν μου λένε κάποτε θά `ρθει ο καιρός να πάψεις
να είσαι δούλα, όπως λένε, με καλές συστάσεις.
Και ίσως πάλι γίνεις ο ομφαλός της υδρογείου,
έστω κι αν κάποιοι σε έχουν πει πόρνη της Μεσογείου.
Ευρώπη, Ευρώπη, πες αν επιτρέπεται να κλαίω
που αποικία σου έγινα, και πώς θες να σε λέω;
Κυρά κι αφέντρα, μαντάμ, μα ποτέ μητέρα.
Όχι, μη μου ζητήσεις να σε πω μητέρα,
όχι, όχι.