Ψιχαλίζει, ψιχαλίζει
κι ένας μάγκας τουρτουρίζει,
βρέχεται, ξαναβρέχεται,
την περιμένει μα δεν έρχεται.
Κι η βροχή όλο δυναμώνει,
κοίταξέ τον πώς παγώνει,
σαν το παπί εμουσκεύτηκε,
βρε το κορόιδο, δε βαρέθηκε.
Περιμένει να γυρίσει,
μα τον έχει παρατήσει,
μ’ αυτός δε σακουλεύεται,
κι ο φιλαράκος μας μουσκεύεται.