Με θολωμένο το μυαλό
τις νύχτες περπατάω
μονάχος μου παραμιλώ
και σένανε ζητάω.
Κι αναρωτιέμαι με καημό
γιατί να σ’ αγαπάω.
Στη μακρινή σου γειτονιά
ως το πρωί γυρίζω
τη μαύρη σου την απονιά
θυμάμαι και δακρύζω.
Και του σπιτιού σου τη γωνιά
με δάκρυα ποτίζω.
Και περιμένω τη βραδιά
που δε θα ξημερώσει
ο Χάρος μπρος στην πόρτα σου
να `ρθει να μ’ ανταμώσει.
Κι η λαβωμένη μου η καρδιά
τους πόνους θα γλιτώσει.