Είναι κάτι ώρες σαν κι’αυτές που αλλάζει ρούχα η πολιτεία
πλάγιο βλέμμα σκέτο εκκρεμές και σφοδρή ανεξέλεγκτη αγωνία
μπλέκουν ρόλοι με τους θεατές και τα ασήμαντα πιάνουν τα πόστα
μια κραυγή ξεσπάει απ’τις στοές ’’όσα φύλαξες βαθειά σου σπρώξ’τα’’.
Κι’ας με τρέχει το πάθος κι’ας με σέρνει το λάθος
πέφτω μέσα στη μπλόφα σαν πρωτάρης του χτες
τί κι’αν γίνομαι ράκος σαν ολόγυμνος βράχος
το γλεντάω κατά βάθος λες και ζω δυο ζωές.
Τί κι’αν είναι χύμα τα ποτά τι κι’αν είναι άφιλτρτα τσιγάρα
όταν κάνει φύλλα η καρδιά πιάνει βάρδια η πιο κρυφή λαχτάρα
σα να παίρνεις πίσω δανεικά που έχει το μυαλό σου διαγράψει
κάτι σαν μπουρίνι στ’ανοιχτά που ο χαμός δε λέει να κοπάσει.