Η Πέρσα κλαίει,
πέφτουν στα μάτια τούφες ξανθά μαλλιά
κι είναι μικρούλα, μια αθώα ζωγραφιά.
Κάποιος να ’ρθεί να της φέρει ένα λουλούδι,
ένα αγέρι να ’ρθεί απ’την άκρη του κόσμου
να διώξει τον πόνο, να φέρει ελπίδα και λησμονιά.
Δύσκολη νύχτα ετούτη και δεν περνά.
Σβήνει τσιγάρα, μέσα της μια φωτιά.
Οι άνθρωποι φεύγουν μικρή μου,
γίνονται ένα με τ’ άστρα
που έπεφταν τότε τα καλοκαίρια
εκεί στη Λευκάδα που παίζαμε παιδιά.
Δε θα ξεχάσει τίποτα απ’όλα αυτά.
Δε θα ξεχάσει.
Η αγάπη που του ’χε στο αίμα της θα κυλά.
Οι άνθρωποι φεύγουν μικρή μου,
γίνονται ένα με τ’ άστρα
που έπεφταν τότε τα καλοκαίρια
εκεί στη Λευκάδα που παίζαμε παιδιά.
Η Πέρσα κλαίει.
Οι άνθρωποι φεύγουν μικρή μου,
γίνονται ένα με τ’ άστρα
που έπεφταν τότε τα καλοκαίρια
εκεί στη Λευκάδα που παίζαμε παιδιά.
Κάποιος να ’ρθεί να σου φέρει ένα λουλούδι,
ένα αγέρι να ’ρθεί απ’την άκρη του κόσμου
να διώξει τον πόνο, να φέρει ελπίδα και λησμονιά.