Σ’ είδα πάλι αργά χτες το βράδυ να τρέχεις στους δρόμους σαν πρώτα με μάτια κλαμένα.
Είχε απλώσει η νύχτα τη δόση στα πόδια σου χύμα όπως τότε σκουπίδια αναμμένα.
Είχε βρέξει, δε μ’ είχες προσέξει, δυο τρόλεϊ στη στάση ανάποδα και πάλι καμμένα.
Βήμα βήμα πέφτει σύρμα υπόγειο Σίνα και Σόλωνος να φύγει το ρεύμα.
Ένα θύμα κι άλλο θύμα, δυο ανύποπτα μαύρα μπουφάν, το φιλί ως το τέρμα.
Σαν ταινία η πορεία, θυμάμαι ακόμα τα χρώματα στο πρώτο σου βλέμμα.
Κι εγώ που ξέρεις πως φοβάμαι το άγριο πλήθος
έμεινα πίσω κολλημένος στη στροφή
κι εσύ ξεμάκρυνες κι απόμεινε ένας τοίχος
να γράφει "Σόφη κάπου έχουμε χαθεί".
Σ’ είδα πάλι στο σκοτάδι να ρίχνεις στο λάδι φωτιά και να φτύνεις τους νόμους.
Άσπρη στάχτη πλάι στο κράχτη, μυρίζουν τα λάστιχα ύποπτα στους αστυνόμους.
Τρεις και δέκα, χρόνια δέκα κλειστό φερμουάρ, παγωνιά και σκισμένο φουλάρι.
Ξένη πόλη, ξένοι όλοι μα εσύ καρφωμένη όπως άλλοτε στο ίδιο φανάρι.
Ένα θύμα κι άλλο θύμα, δυο ανύποπτα μαύρα μπουφάν, το φιλί ως το τέρμα.
Σαν ταινία η πορεία, θυμάμαι ακόμα τα χρώματα στο πρώτο σου βλέμμα.
Κι εγώ που ξέρεις πως φοβάμαι το άγριο πλήθος
έμεινα πίσω κολλημένος στη στροφή
κι εσύ ξεμάκρυνες κι απόμεινε ένας τοίχος
να γράφει "Σόφη κάπου έχουμε χαθεί".