Χρόνια σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία,
τα δένδρα που ήταν άνθρωποι έχουν μαρμαρωθεί…
Χιόνι παλιό και μάλαμα, σαν ακριβή φιλία
κορίτσια που γεννήθηκαν κρατώντας το σπαθί
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου,
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με το όνομά σου
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά
Χρόνια πολλά, απ’ το 20, είν’ η λιθογραφία
σερβίρονται τα παγωτά, καφέδες αχνιστοί
Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία
εκεί που ζούνε οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί.
Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου,
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με το όνομά σου
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά