Κλάψε με, μανούλα μου γλυκιά,
χάνομαι και τούτη τη βραδιά,
εγώ που ήμουνα το πρώτο παλληκάρι
και με καμάρωνε της νύχτας το φεγγάρι.
Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’ την ηρωίνη.
Άδικα μην τρέχεις στο γιατρό,
σβήνω κι είναι αργά για να σωθώ,
απόψε έρχεται ο Χάρος να με πάρει
δεκαοχτάχρονο ακόμα παλληκάρι.
Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’ την ηρωίνη.
Έχε γεια και συ ζωή γλυκιά,
σώστε τώρα τ’ άλλα τα παιδιά,
προτού κτυπήσουνε θλιμμένα οι καμπάνες,
προτού το σπλάχνο τους να κλάψουν κι άλλες μάνες.
Μάνα, με παράσυρε μια βραδιά εκείνη
κι από τότε, μάνα μου,
το κορμί μου έλιωσε
απ’ την ηρωίνη.