Η μελαχροινή Αννούσα,
με θλιμμένη την καρδιά
κλειστή και μέσ’ στα σαράγια,
πληγωμένη μια βραδιά
κι ο καλός της που ποτέ δεν την ξεχνάει,
σ’ ένα θλιβερό σκοπό, τής τραγουδάει.
Γλυκιά μου Αννούσα,
σε θυμάμαι και δακρύζω,
Αννούσα, αχ, Αννούσα,
τ’ όνομά σου ψιθυρίζω.
Τ’ άστρα έχουν ζωγραφίσει,
Αννούσα μου, τα μάτια σου
και γι’ αυτά έχουν ξεψυχήσει
σκλάβοι, στα παλάτια σου
κι ο καλός της που τρελά την αγαπάει,
με τον πόνο στην καρδιά, τής τραγουδάει.
Γλυκιά μου Αννούσα,
σε θυμάμαι και δακρύζω,
Αννούσα, αχ, Αννούσα,
τ’ όνομά σου ψιθυρίζω,
Αννούσα, αχ, Αννούσα,
τ’ όνομά σου ψιθυρίζω.