Αργά το βράδυ κίνησε ο νους μου περαντζάδα,
πάνω στην άμμο πατησιές βρεγμένες του Κολόμβου,
μες στο ταξίδι βρέθηκες γλυκιά μου Εσμεράλδα.
Δάκρυ διαμάντι χύθηκε για το Σάντα Μαρία,
που αύτανδρο εχάθηκε στη λύσσα του Βορρά
και ο Ζέφυρος σε τράβηξε αλάργα απ την Ελλάδα.
Το όνομα σου μπλέχτηκε σε μακρινό ταξίδι, σε είδα
μες στον Ινδικό κοντά στα Κούρια Μούρια, με δυο
κοχύλια έπαιζες στην άμμο του Κατάρ.
Ποτές σου δεν ενοιάστηκες για τη δική σου Ιθάκη,
τα όνειρα σου έβαζες καντρίλιες να χορέψουν κι οι
μπούκλες σου ανέμιζαν έξω απ το Γιβραλτάρ.
Πάντα τη ρότα γύρευες που να χωράνε δύο, τα
παραμύθια σου άρεσαν του Αμέρικο Βεσπούτσι, με τα
άλμπατρος κοιμήθηκες στο Ρίο Ντε Λα Πλάτα.
Ο ήλιος ζέστη έφερε και έδιωξε το πούσι,
Και πέρασες αλώβητη του Μπέη το χαμό,
γοργή μου καλοτάξιδη Ισπανική φρεγάτα,
Το όνειρο μου διάλυσε μια παλιό Σοροκάδα.
Στη Δραπετσώνα βρέθηκες, λιόλουστο πρωινό,
τα μάτια σου στο πέλαος, με φως απ’ την Ελλάδα,
και στου Ψυρρή εβρέθηκα εγώ να καρτερώ,
μαζί με μια ανάμνηση, γλυκιά μου Εσμεράλδα.