Εγώ είμαι του ψαρά ο γιος,
ο ψάλτης κι ο γραμματικός
ερ και ξέρω να ψαρεύω,
μαύρα μάτια να διαλέγω.
Και με την πρώτη καμακιά,
βάστα καρδιά μου δυνατά.
ερ και πιάνω ένα ψαράκι,
για την τύχη μου λαβράκι.
Βρε σκίζω την κοιλίτσα του,
καημό πώχει η καρδίτσα του
ερ και βγάζω δυο σαρδέλες,
δυο μελαχρινές κοπέλες.
Η μια ήταν απ’ το Γαλατά,
βάστα καρδιά μου δυνατά
ερ κι άλλη από την Πόλη,
που την αγαπούσαν όλοι.
Βρε την αγάπησα κι εγώ,
μα να την πάρω δεν μπορώ
ερ το σπίτι της δεν ξέρω,
για να πάω να την φέρω.
Μα μια φορά ήμουνα πουλί
και πέταγα κι εγώ μαζί
ερ και τώρα χελιδόνι,
μ’ αγαπούν όλοι οι γειτόνοι.
Τώρα με κόψαν τα φτερά,
βάστα καρδιά μου δυνατά
ερ και πάω περπατώντας,
την αγάπη μου ζητώντας.