Την κοιτούσαν με καμάρι
στο χωριό τόσα παιδιά
είχε πάρει απ’ το θυμάρι
η Μαριώ την ευωδιά.
Κι αν καρδιές είχαν σκαλίσει
στις ιτιές και στην ελιά
δεν της είχανε μιλήσει
για ματιές και για φιλιά.
Όλοι μπρος της οι λεβέντες
νιώθανε ντροπή
μόνο ένας δυο κουβέντες
τόλμησε να πει:
Μάρω, Μάρω
μια φορά ειν’ τα νιάτα
Μάρω, Μάρω
τις ντροπές παράτα.
Του φιλιού την πρώτη γλύκα
μη τηνε φυλάς για προίκα
μη με διώχνεις
τώρα που σε βρήκα.
Επεράσανε τα χρόνια
το χωριό κι αυτό γερνά
κι ήρθαν στα μαλλιά τα χιόνια
κι η Μαριώ σκυφτή περνά.
Τη θυμούνται μόνο οι γέροι
κάτι λεν ψιθυριστά
κι οι ελιές μιλούν στ’ αγέρι
κι ίσως κλαιν τραγουδιστά.
Κι η Μαριώ γεροντοκόρη
τώρα σκυθρωπή
σαν ηχώ ακούει τ’ αγόρι
που της είχε πει:
Μάρω, Μάρω
μια φορά ειν’ τα νιάτα
Μάρω, Μάρω
τις ντροπές παράτα.
Του φιλιού την πρώτη γλύκα
μη τηνε φυλάς για προίκα
μη με διώχνεις
τώρα που σε βρήκα.