Η ωραία Εβραιοπούλα η Φερνάντες
είχε έρθει από τόπο μακρινό
αρωμάτιζε την αίσθηση του κόσμου
και τις νύχτες έπλεε στον ουρανό
Με το πρόσωπο κρυμμένο απ’ τη βεντάλια
και το όνομα αυτό το μαγικό
σε μια άμαξα γυρνά στη Σαλονίκη
αγκαλιά με τ’ ακριβό της μυστικό
Ένας άντρας μ’ ανυπότακτο μουστάκι
μελαμψός κι ωραίος κλέφτης της καρδιάς
απ’ του κήπου το πορτάκι θα την πάρει
στα λημέρια χειμωνιάτικης βραδιάς
Την ωραία αρχοντοπούλα τη Φερνάντες
θα την ψάχνουνε με δάδες και φωτιές
μα κανείς δεν φανταζόταν πως εκείνη
θα καιγότανε σε φλογερές ματιές
Η ωραία Εβραιοπούλα η Φερνάντες
είχε έρθει από τόπο μακρινό
παραμύθι στην παλιά Θεσσαλονίκη
σαν ωραίο παραμύθι αληθινό