Μες την καρδιά μου τη φτωχή
πέφτει το δάκρυ μου βροχή
κι ένας χειμώνας τις ζεστές
ελπίδες μου παγώνει
Μα ξαφνικά αυτ’ η καρδιά
γιομίζει από Πρωτομαγιά
μόλις φανεί από μακρυά
το πρώτο χελιδόνι
Κι ενώ τα φύλλα ειν’ ωχρά
και τα παράθυρα νεκρά
και στα Πλακιώτικα στενά
καντάδα δεν ζυγώνει
Ξάφνου ανοίγουνε που λες
οι μπαλκονόπορτες κι οι αυλές
μόλις φανεί από μακρυά
το πρώτο χελιδόνι
Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια
γυρίζουν πίσω κι οι παλιοί μου οι καημοί
και στα Πλακιώτικα μπαλκόνια
τ’ αγιόκλημα ξυπνάει το γιασεμί
Και η γριούλα η γειτονιά
γίνεται πάλι ομορφονιά
και τραγουδά σαν τα παλιά τα χρόνια
όταν γυρίζουν τα χελιδόνια