Γελούσες κι έλιωναν
τα σύννεφα κι οι σκέψεις μου.
Σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι
ήμασταν μόνοι.
Ξάπλωνα κι είχα το κεφάλι μου στα πόδια σου.
Κι άκουγα το χορτάρι να μεγαλώνει.
Γελούσες κι έσβηναν
τα σύννεφα κι οι λύπες μου.
Σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι
ήμασταν μόνοι.
Ξάπλωνα κι είχα το κεφάλι μου στα πόδια σου.
Κι άκουγα το χορτάρι να μεγαλώνει.
Κι όταν αγρίευα αφηνόμουν
στην αγκαλιά του να με σηκώνει.
Κι όταν αγρίευα αφηνόμουν
στην αγκαλιά του να με σηκώνει.