Όποιος δεν έχει σπίτι και νυστάζει
στην αίθουσα αναμονής πλαγιάζει
στον πάγκο, δίπλα σε καμιά βαλίτσα
κλείνει τα μάτια μια σταλίτσα
Κι ο φύλακας συχνά περνοδιαβαίνει
και λέει το τρένο περιμένει
μα κείνος όλη μέρα ταξιδεύει
μέσα στη πόλη κάτι θα γυρεύει
Και πάει και πάει κι αλίμονο παιδιά
το τέρμα που ονειρεύεται δε βρίσκει πουθενά
δεν έχει φίλους, συγγενείς, δουλειά της προκοπής
το βράδυ θα γυρίσει στην αίθουσα αναμονής
Και κάθε μέρα πιο πολύ γερνάει
γιατί το τρένο το δικό του δεν περνάει
κι όταν γλυκό τιτίβισμα αρχίζουν τα πουλιά
εκείνος ονειρεύεται πως έχει μυρωδιά
Προσεκτικά μη διαλυθεί, σιγά μην τον ξυπνήσεις
Τ’ ωραίο του το όνειρο που βλέπει θα του σβήσεις