Σαν αλισάχνη οι θύμησες
στης μοναξιάς το μαύρο
το φως σου ψάχνω να βρω
να βάψω τη σιωπή.
Λύσσα και αλμύρα το κορμί
ποτίζει η νοσταλγία
σα θεία τιμωρία
η κάθε αναπνοή.
Μάτια μου άδολα, γλυκά
της μοίρας μου κρύα νερά.
Θυμάμαι γλάρου τα φτερά
π’ ανοίγουν, φεύγει μακριά...
Ο νους μου αστείρευτη πηγή
μέσα στα όνειρα του
μα μες τα κρίματα του
μια ανοιχτή πληγή.
Κι ο ορίζοντας το σύνορο
της φαντασίας μέτρο
ο πονηρός σκαρφίστηκε
να κλέψει τη φυγή!