Μην είναι άνεμος μην είναι καταιγίδα αυτός που χύνεται στης μάχης τη βουή
Μην είναι άγγελος μην είναι ηλιαχτίδα
που πάει να κλέψει απ' το σκοτάδι την αυγή
Μην είναι χείμαρος, ποτάμι ματωμένο
που σαν στοιχειό κατηφορίζει την πλαγιά
Μην είναι δράκοντας θεριό δαιμονισμένο,
σαν παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά
Ξυπνάει, κοιμάται στο φτερό σαν τον πετρίτη,
γυρνάει σαν λύκος και γυρεύει γδικιωμό
Δεν έχει τόπο να σταθεί, δεν έχει σπίτι
και σαν δεντρί φυτρώνει απάνω στον γκρεμό
Δεν είναι δαίμονας, αρχάγγελος του άδη, δεν έχει άρχοντα, αφέντη βασιλιά
Δεν είναι αη-Γιώργης που καλπάζει στο σκοτάδι,
δεν είν΄ κατάρα, δεν είναι ευλογιά
Έχει στα μάτια του μια μαύρη άδεια στέρνα
κι έχει για φυλαχτό μια μάνα που πενθεί
Έχει τα χέρια του βαριά και ματωμένα και στα ζερβά του ένα δίκοπο σπαθί
Έχει λερή τη φουστανέλα σαν κουρέλι,
κάθε της λόξα και μια αγιάτρευτη πληγή
Κάνει ένα γράμμα και το στέλνει του Νταβέλη
και του μηνάει πως το γραμμένο δεν αργεί
Βγαίνουνε έξω απ' τα θηκάρια τα μαχαίρια,
βυσσοδομούν μες το κρυσφήγετο οι καπνοί
Στέλνει χαμπέρι στων συντρόφων τα λημέρια,
κερνάει θάνατο και πόλεμο δειπνεί
Και μιαν αυγή σαν Κυριακάτικο τραπέζι φορούν οι βλάμηδες τα βόλια χιαστί
Είδαν τη φλόγα στο κερί να τρεμοπαίζει
κι είπαν στο γλέντι και στο θάνατο μαζί
Ποιος έχει αράδα να φυλάξει καραούλι, μην είσαι εσύ αητοφτεροντυμένε Ντρε
Βγήκαν παγάνα να σου πιούνε το μεδούλι
και μαύρο γάμο σου ετοίμαζαν γαμπρέ
Χύνεται ο Μέγας με τ΄ αμέτρητο λεφούσι κι εσύ φλεγόμενος κινάς για το χαμό
Κι απάνω στο στερνό του χάρου το γιουρούσι
σαν τον αμνό σκύβεις στ' ατσάλι το λαιμό
Ταξίδι που δεν έχει γυρισμό...