Την ώρα που σιδέρωνα
το γκρίζο σου πουκάμισο,
στον τοίχο είδα όλη τη ζωή μου.
Σαν να `ταν σινεμά, τις λύπες, τη χαρά μου,
τις βόλτες πάντα που `βγαινες μαζί μου.
Την ώρα που σιγύριζα
και έπλενα τα πιάτο σου,
το δάκρυ μου κυλούσε στο φλιτζάνι.
Να πάρεις τα παιδιά,
θ’ αργήσω στη δουλειά,
μονάχα ένα φιλί τι να μου κάνει.
Και παίρνω τη γραβάτα σου,
τη δένω στο λαιμό μου,
που ό,τι ονειρεύτικα δεν ήταν όνειρό μου.
Που μια ζωή θα γίνομαι αυτό που θες, καρδιά μου,
στον κόσμο δυνατή, δικιά σου αληθινή,
ποτέ δικιά μου, ποτέ δικιά μου.