Μ’ όλη την φτώχεια μου, σε πήρα να σε σώσω
κι από τον δρόμο τον κακό να σε γλιτώσω.
Τα όνειρά μου όμως σβήσαν μια βραδιά
κι έγιναν φίδια και μου τρώνε την καρδιά.
Σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο εσέναν αγαπούσα
και δε με πείραζε ακόμα κι αν πεινούσα,
περιφρονούσα κάθε ξένη αγκαλιά
μα εσύ μου σκάρωσες προχθές βρωμοδουλειά.
Μ’ όλη την φτώχεια μου, σε πήρα να σε σώσω
κι από τον κόσμο τον κακό να σε γλιτώσω.
Τώρα να φύγεις και μην παραπονεθείς
γιατί όπως έστρωσες έτσι θα κοιμηθείς.