Στη γειτονιά μας ξημερώνει
και μπαίνει ο ήλιος στις καρδιές
κι από τ’ αντικρυνό μπαλκόνι
σκορπούν οι γλάστρες ευωδιές,
σκορπούν οι γλάστρες ευωδιές.
Στη γειτονιά μας οι ανθρώποι
όλοι τους μια καρδιά χρυσή,
στάζει το στόμα τους σορόπι
κι όλο παρντόν κι όλο μερσί,
κι όλο παρντόν κι όλο μερσί.
Ο Στέφανος με τα βιβλία
και ο Λουκάς με το προ - πο,
ο Τομ με τη φωτογραφία
κι ο Κίτσος με το σ’ αγαπώ,
κι ο Κίτσος με το σ’ αγαπώ.
Η Μάρθα αγαπάει το Γιάννη,
γι’ αυτόν οι γλύκες οι κρυφές,
μα ανύπαντρες, χωρίς στεφάνι
οι τέσσερίς του αδερφές,
οι τέσσερίς του αδερφές.
Στέκουν σα μοίρες στο μπαλκόνι,
φεύγουν οι μέρες κι ο καιρός,
στη γειτονιά μας ξημερώνει
κι ακόμα να φανεί ο γαμπρός,
κι ακόμα να φανεί ο γαμπρός.
Στη γειτονιά μας σαν βραδιάσει
κι οι ίσκιοι γίνουν μακρυνοί,
μια μέρα ακόμα θα περάσει
και μια καινούργια θα φανεί,
και μια καινούργια θα φανεί.