Τι σου κάνανε, χρυσέ μου, και πικράθηκες;
Τι σου είπαν, μενεξέ μου, και μαράθηκες;
Τι μπορώ εγώ να κάνω
τον καημό σου για να γιάνω;
Έναν σ’ έχω, έναν σ’ έχω
και πώς να μη σε προσέχω.
Ποιος σε πείραξε, καλέ μου, και μου χλόμιασες;
Τι σου είπαν, ακριβέ μου, και χειμώνιασες;
Τι μπορώ εγώ να κάνω
τον καημό σου για να γιάνω;
Έναν σ’ έχω, έναν σ’ έχω
και πώς να μη σε προσέχω.