Αγάπησα μια κόρη στον πάνω μαχαλά
που `χει τα μαύρα μάτια και τα ξανθά μαλλιά.
Από λίγο λίγο γίνεται πολύ.
Έχει και μες τα στήθεια, χρυσή πορτοκαλιά
που κάνει πορτοκάλια κι είναι πολύ γλυκά.
Τα μάτια σου τα μαύρα που με κοιτάζουνε,
χαμήλωσέ τα, φως μου, γιατί με σφάζουνε.
Εμένα δε με μέλει πως αγαπάς αλλού
φοβούμαι μη σου πάρουν τη γνώμη και το νου.