Κλωστή παραδεισένια μου, με φύλλα τυλιγμένη,
γίνε φιτίλι να καείς κι ο μύθος ξεκινά,
απόψε μαζευτήκαμε εχθροί μετανιωμένοι
της ζάλης τα καμώματα να δούμε από κοντά.
Ααα όποιος δεν το σηκώνει,
ααα να βγει απ’ τη σειρά,
ααα θα στρώσουμε σεντόνι,
ααα με πίσσα και φτερά.
Ν’ ανάψουν τα τσιγάρα μας κι η κάπνα να φουντώνει,
μήπως και βρούμε τελικά του πόνου γιατρειά,
να ρίξουμε την Τροία μας που δέκα χρόνια μόνη
κάνει πως δε μα δέχεται και θέλει παντρειά.
Ααα και ο Θεός το θέλει,
ααα τον κόσμο να ξεχνά,
ααα κατέβηκαν αγγέλοι,
ααα να πάρουν μυρωδιά.
Εγώ δεν πίνω, δε μεθώ, τις νύχτες δε γυρίζω,
γεννήθηκα ανυπόμονος και με λειψό μυαλό,
μα κάθε βράδυ στα κρυφά το στρίβω λίγο λίγο,
τ’ ανάβω στο καντήλι μου και το `χω για καλό.
Ααα όποιος δεν το σηκώνει,
ααα να βγει απ’ τη σειρά,
ααα θα στρώσουμε σεντόνι,
ααα με πίσσα και φτερά.