Στην Κηφισιά, πριν μπεις είναι μια βίλα
με σύρμα αγκαθωτό, δέντρα και χλόη
Μέσα της κλείουν παιδάκια «εγκληματίες»
και τα φρουρούν μαντράχαλοι «αθώοι»
Στην Κηφισιά λοιπόν που πίνεις τον καφέ σου...
και κοιτάζεις τις βιτρίνες λες και είναι αδερφές σου
θα σου πω για έναν πιτσιρικά που πρωτοείδα στην Αυλώνα και που γούσταρε ο μπαγάσας να βαράει κατσαρόλια
«Τύμπανα, μεγάλε», μου `πε, ήθελε να μάθει
Με μια μπάντα από κολλητούς τη ζωή του να περάσει
«Μελέτη, φίλε μου καλέ»
«Χτύπαγε το ταμπούρο»
«Συγχρόνισε τα χέρια σου. Η τέχνη θέλει τεχνική!»
Αλίμονο σ’ εσάς!
Πού να `ξερα τι έκρυβε, γιατί είχε λυσσάξει!
Και τον μπαμπάκα σκότωσε και του `βγαλε τα μάτια
«Παλιά, παιχνίδια παίζαμε... νόμιζα»
«Νόμιζες»
«Παλιά, παιχνίδια παίζαμε»
Παλιά παιχνίδια παίζαμε...
«Εντάξει , μάγκες! Ένα λάθος!»
«Ένα μίασμα! `Ενας λεχρίτης!»
«Όοοχι! Ήταν καλό παιδί!»
«Παλιοκοπρίτης!»
Σ’ ένα μπαράκι θα `τανε η πιο μεγάλη παύση. Του έκλεισα τα μάτια
Ζωή... πέταξες...
«Λάθος!»
«Λάθος»
«Λάθος»
«Χτύπησε στον αυχένα του κατά λάθος!»
«Χρόνε, γύρνα πίσω!»
Είκοσι χρόνια... κατά λάθος
«Ένα ποτάκι με τους συμφοιτητές...»
Τώρα δε θέλουν ούτε να σε δουν
Δε σε ξέρουν! Οι συγκρατούμενοί σου!
Δεν υπάρχεις!
«Ένα λάθος! χρόνε, γύρνα πίσω!»
Κατά λάθος, χρόνε... πέντε λεπτάκια πίσω!
«Χρόνε!»
Λάθος.
«Πέντε λεπτάκια πίσω...»