Φοράω για φόρμα τη μιζέρια μου,
τα δυο τα χέρια μου τον κόσμο σας κρατάνε.
Στήθος μαντέμι, μπράτσα ατσάλινα,
τα νεύρα γυάλινα για μιαν ανάγκη σπάνε.
Βάζω για κράνος την ρουτίνα μου,
στρώνει η βιρίνα μου σαν σπείρα ειν’ η ζωή μου.
Έχω συνάδελφο τον θάνατο,
κουράγιο αθάνατο, πουτάνα υπομονή μου.
Ρίχνω γατζόκλειδο στον ώμο μου,
το δίκαιο ο νόμος μου σαν Ηρακλής παλεύω
Λερναίες βάνες, μπρίντες όρνιθες
κι από τον δράκο τα μήλα εγώ θα κλέβω.
Κουμπώνω μάσκα και τα γάντια μου,
σ’ όσους με θέλουν γρανάζι θα εκραγώ!
Καζάνια, πίσσες, φλόγες, χώματα
για μένα διάολε η κόλαση είναι δω!
Δένω και τ’ άρβυλα στον χρόνο μου,
πνίγω τον πόνο μου σε μια βαριά μου ανάσα
και το μυαλό μου στην Αυτάρκεια
τον κόσμο ν’ άλλαζα με μι’ απεργία φάρσα.