Γυρνώ στο σπίτι και οι δρόμοι είναι γεμάτοι
Κορνάρουν όλοι, γίνεται χαμός
Όμορφη μέρα, ο ήλιος πάνω καίει
Στην Αθήνα όμως κρύβεται το φως
Φτάνω επιτέλους, μα δε βρίσκω να παρκάρω
ο χώρος που έμεινε για μένα στενός
θα το αφήσω μες στη μέση και θα φύγω
κι ας το σηκώσει του Δήμου ο γερανός
Την πόρτα ανοίγω και πάω να ξαπλώσω
το άγχος κρεμάω στη βεράντα βιαστικά
μα σαν κοιτώ το κομοδίνο μου θυμάμαι
ότι δε πλήρωσα ΔΕΗ και ΕΥΔΑΠ
Αυτοί τα κόψαν και τα δύο χωρίς οίκτο
και το μυαλό μου έτσι κόπηκε στα δυο
Σηκώθηκα κι έτρεξα γρήγορα κοντά σου
πριν πάθω στα 30 καρδιακό
Τη χαρά που παίρνω όταν σ’ αγκαλιάζω
δεν την αλλάζω, δεν την αλλάζω
Τη χαρά που παίρνω όταν σ’ αγκαλιάζω
δεν την αλλάζω, δεν την αλλάζω
Αναρωτιέμαι τι θα μείνει για το μέλλον
κανείς δε σέβεται τον άλλον πια
το χρήμα είναι ο Θεός κι η σωτηρία
αυτό να πεις στη λειτουργία του παπά
Ψέμα στο ψέμα χτίσαμε χίλιους μύθους
Γι’ αυτό πληρώνουμε το τίμημα ακριβά
Σε μία πόλη που αφανίσανε το ήθος
τα λίγα λόγια που μου μείνανε είναι αυτά