Κάνει κρύο, κάνει αγιάζι
και μια φυλακή στενάζει,
στα κελιά αργεί να φέξει
και η ώρα πάει έξη.
Σ’ αυτή τη μαύρη φυλακή
δεν ξημερώνει Κυριακή.
Τρίζουν τα κλειδιά, βροντούνε,
δεσμοφύλακες περνούνε
κι ένας καινουργιοφερμένος
κάθεται συλλογισμένος.
Σ’ αυτή τη μαύρη φυλακή
δεν ξημερώνει Κυριακή.
Κάπου εδώ, κοντά, τον πάνε,
χειροπέδες του περνάνε,
τις κοιτά, χαμογελάει,
δεν τρομάζει, δεν λυγάει.
Σ’ αυτή τη μαύρη φυλακή
δεν ξημερώνει Κυριακή.