Ήρθα, που να μην έσωνα, από την ξενιτιά
κι έμαθα για σένανε πράματα μυστήρια,
που σε βγάζουν ένοχη, χίλια δικαστήρια.
Εγώ θαλασσοδέρνομαι
μέσ’ στους ωκεανούς
κι εσύ μου έκανες δουλειές
που δεν τις βάζει ο νους.
Δυο πράματα αγάπησα, τη θάλασσα κι εσένα
κι εσύ, αχ, σαν τη θάλασσα, σε φουρτούνες μ’ έριξες
κι όλα μου τα όνειρα, άπονη, τα γκρέμισες.
Εγώ θαλασσοδέρνομαι
μέσ’ στους ωκεανούς
κι εσύ μου έκανες δουλειές
που δεν τις βάζει ο νους.
Τράβα, κυρά μου, τράβηξε όπου ζητάει η καρδιά σου
κι ασκόπως δε σε γνώρισα ποτέ μέσ’ στη ζωή μου
κι ασκόπως δεν αγάπησα με όλη την ψυχή μου.
Εγώ θαλασσοδέρνομαι
μέσ’ στους ωκεανούς
κι εσύ μου έκανες δουλειές
που δεν τις βάζει ο νους.