Ωρε δεν είναι κρίμα κι άδικο,
Βασιλαρχόντισσα.
Δεν είναι κι αμαρτία να ειν’ η Βασι
μωρέ να ειν’ η Βασίλω η Βάσω, σ’ ερημιά;
Ωρε να ειν’ η Βασιλω σ’ ερημιά,
Βασιλαρχόντισσα.
Σε κλέφτικα λημέρια να στρώνει πε
μωρέ να στρώνει πεύκα η Βάσω, στρώματα.
Ωρε να στρώνει πεύκα στρώματα,
Βασιλαρχοντισσα.
Κι οξιές προσκεφαλάκια κι ο Θύμιος Γα
μωρέ κι ο Θύμιος Γάκης Βάσω μ’, φώναξε.
Ωρε κι ο Θύμιος Γάκης φώναξε,
Βασιλαρχόντισσα.
Από ψηλή ραχούλα, για σήκω Βα
μωρέ για σήκω Βάσω απάνω, κι έφεξε.