Πάει καιρός σχεδόν σαράντα χρόνια, που σε ερωτεύτηκα τρελά
Ήσουν φοιτητής με τρύπια παντελόνια, στου Πολυτεχνείου τη γενιά
Προκηρύξεις μοίραζες στους δρόμους, εξορίες βασανιστήρια σκοτεινά
Τώρα μάλλον μπέρδεψες τους ρόλους, σε προδίδει κι η χοντρή σου η κοιλιά
Τις βαλίτσες σου και δρόμο να μη γίνω θύτης κανενός
Με φρουρά και μ’ αστυνόμο θα γυρίζεις από δω και μπρος
Τις βαλίτσες σου και δρόμο γιατί σου `χω και χειρότερα
Κι αν δεν ξέρεις πώς να φύγεις, έχει και ελικόπτερα
Στην Ευρώπη μου άρχισες ταξίδια κι ας μην περρισεύαν τα λεφτά
Μου έταζες λαγούς με πετραχύλια κι έτσι αρχίσαμε τα δανεικά
Κι αφού πίστεψες στα πλούτη και στη χλίδα, μπλέχτηκες με μετοχές και ποσοστά
Του μπαξέ μας δε σου άρεζαν τα φρούτα και τα χρυσοπλήρωνες στην αγορά
Με τα χρόνια όλο μεγάλωνε το φέσι και τα επιτόκια έπαιρναν φωτιά
Μα κουστούμι διάλεγες που να σ’ αρέσει και μου έλεγες υπάρχουνε λεφτά
Ώσπου μια βραδιά μου είπες λυπημένα, τα λεφτά μαζί τα φάγαμε κι οι δυο
Είχες έξοδο μου ντύθηκες στην πένα, κι ας μας είχαν μόλις κόψει το νερό
Τις βαλίτσες σου και δρόμο…
Τώρα δίνε του γιατί αν σε πετύχω θα ζητάς της κεφαλής σου τα μαλλιά
Με όποια μάσκα κι αν κρυφτείς θα σε γνωρίσω και θα σε πετάω γιαούρτια και αυγά
Σε γιορτές και σε επετείους μην περάσεις, σε παρέλαση κάνε να ξαναρθείς
Και στο γήπεδο αν θα πας θα τις αρπάξεις, στην καρέκλα σου σαν βολευτείς