Έζεψα τη νταλίκα μου,
τη φτύνω για το μάτι.
Παίρνω ευχές για προίκα μου,
τι δύναμη βαρβάτη.
Της ρίχνω μια καμτσικιά,
και κραχ κάν' η καρδιά μου.
Ο Χάρος μέτραγε κουκιά,
και κάστανα μπροστά μου.
Την νταλίκα έχω εκκλησιά και σπίτι,
με προσέχει σαν τη μάνα στο ξενύχτι.
Την νταλίκα έχω εκκλησιά και σπίτι,
με προσέχει σαν τη μάνα στο ξενύχτι.
Τραβάω γκέμια στη στροφή,
και μπαίνω με τις μπάντες.
Κατέβηκα στο πι και φι,
και τον νικώ στο γιάντες.
Του 'βγαλα ούζο με μεζέ,
πρόσφορο και κασέρι.
Ήπιε μαζί μου αργιλέ,
δε στήνει πια καρτέρι.
Την νταλίκα έχω εκκλησιά και σπίτι,
με προσέχει σαν τη μάνα στο ξενύχτι.
Την νταλίκα έχω εκκλησιά και σπίτι,
με προσέχει σαν τη μάνα στο ξενύχτι.