Κάποια μικρή μου έβαλε
μες στην καρδιά μαράζι
κλαίω και λιώνω από σεβντά,
μα αυτό όμως δεν τη νοιάζει!.
Καθημερνώς οδύρουμαι,
και μαύρο δάκρυ χύνω,
αρρώστησα και τώρα πια,
δεν ξέρω τι θα γίνω!.
Επήγα σ’ όλους τους γιατρούς,
να γειανω τον καημό μου,
κανένας, όμως, δεν μπορεί,
να βρει το γιατρικό μου!.
Τώρα θα πάρω τα βουνά,
εκεί να βρω βοτάνι,
την πληγωμένη μου καρδιά,
ίσως αυτό την γειανει.