Πάντα αναρωτιόμουνα για τσι δικές μου ρίζες
τριάντα δυο αρσενικοί τσι τοίχους σε κορνίζες.
Άντρες μεγάλοι και τρανοί σίδερα αρματωμένοι
αντάρτες και οπλαρχηγοί καλά αντρειωμένοι.
Πολύ βαριά ονόματα οπίσω τους αφήσαν
και όλοι γιους εκάνανε κι έτσι εσυνεχίσαν.
Και φτάσαν ως τις μέρες μας για αυτό θα σας μιλήσω
που πρέπει την παράδοση κι εγώ να συνεχίσω.
Ότε με ντύνανε γαμπρό ήρθε κοντά ο παππούς μου
μ’ ένα πιοτό ετσά πικρό δεν το 'βαζε ο νους μου.
Τι σου 'κανα μωρέ παππού και θες να με ξεκάνεις.
Πιες το και σιώπα και θα δεις πως γιους κι εσύ θα κάνεις.
Πολλών χρονώνε μυστικό στο σόι μας κρυμμένο
και όλοι οι προγόνοι σου το έχουνε πιωμένο.
Το λεν σερνικοβότανο ετούτο το βοτάνι
απού το πίνει ο γαμπρός ασερνικά να κάνει.
Θα δεις θα κάνεις γιους κι εσύ τ’ όνομα δε θα σβήσει
απού κρατιέται αμάλαγο από τσι γης τη κτήση.
Παίζει μαζί μου ο θεός δε μου 'δωκε αγόρι
το βότανο κι αν έπινα μου 'στειλε μια κόρη.
Πως θα κρατήσει τ’ άρματα θα διαλυθεί το σόι
κι είναι μεγάλος ο καημός κι ολημερίς με τρώει.
Να 'κανε λάθος ο παππούς στη συνταγή που κάνει
και δε μου έδωσε το γιο κι εμένα το βοτάνι.
Δώσ’ μου σερνικοβότανο γιατί το έχεις χρέος
μη χάσουμε το όνομα και είμαι ο τελευταίος.
Στρούφιξε τις μουστάκες του και σκύβει στο ντιβάνι
με ξάνοιγε αμίλητος κι ένα μπουκάλι βγάνει.
Πάρτο και πίνε ζάβαλε λίγο πριχού ξαπλώσεις
και θα 'ναι αυτό το φάρμακο ζαλάδα αν ενιώσεις.
Εξίνιζα τα μούτρα μου κι έπινα απ’ το μπουκάλι
μπροστά στο γιο απού θα 'ρθει η πίκρα του χαλάλι.
Αναστορούμωνα τον παππού κι ένιωθα ωραία
τον αργαλειό της σκέψη μου σταμάτησε η μαία.
Σηκώθηκα περήφανος κι έστριψα το μουστάκι
και μ’ άφησε στα χέρια μου πάλι ένα κοριτσάκι.
Να σας εζήσουν φώναξε και είπε μου στα αστεία
τώρα δυο κόρες έχετε ούτε παραγγελία.