Για πού τραβάει ο ποταμός,
ο ποταμός ο άφαντος,
για πότε πάγωσε στο φως
το χέρι της ημέρας;
Δεν είν’ ο ποταμός,
δεν είν’ ο ποταμός,
είναι τα μάτια σου, Νικόλα,
είναι τα χέρια σου, Νικόλα,
που τα λιγνεύει ο καιρός,
που τα λιγνεύει ο καιρός.
Κάτω απ’ το χιόνι το καυτό,
περνάει το ποτάμι,
τρέχουνε δε τα άλογα
χωρίς τον καβαλάρη.
Δεν είν’ ο ποταμός,
δεν είν’ ο ποταμός,
είναι τα μάτια σου, Νικόλα,
είναι τα χέρια σου, Νικόλα,
που τα λιγνεύει ο καιρός,
που τα λιγνεύει ο καιρός.
Είναι τα μάτια σου, Νικόλα,
είναι τα χέρια σου, Νικόλα,
που τα λιγνεύει ο καιρός,
που τα λιγνεύει ο καιρός.