Σπίρτο το σπίρτο τη φορά φοράω το σπίρτο στην πληγή
απ' όπου ο κόσμος Του αυτός με πίνει
ήρθε η ώρα που μιλάω, μιλάω στην ώρα που ήρθε
και το πετράδι στα δόντια πνίγει
μα εδώ, στα χείλη που γλιστράν μισάνοιχτα, στο όνειρο που ρέει
πίσω απ' το θαύμα τους βαθιά η λεγεώνα που βοά ξυπνά και αρχίζει.
Στο πάνω δώμα ποιος γελάει, γελάει ποιον το δώμα επάνω
στην προσευχή μαζί που εδώ τους χτίζει
στη γεύση του ανθρώπου ξαγρυπνάν, γνέθουν το γράμμα απ' τη βοή
ώσπου σαν ομίχλη απ' τα σκαλιά η αγάπη κυλά και μας τυλίγει
μα εδώ ψηλά - την πολιτεία ψηλά στις φλόγες, στο όνειρο να πλέει -
τραβιούνται τα ύδατα βαθιά και εκεί στις ρίζες της μπροστά
πηλό με βρίσκεις.
Και αφού έτσι το θέλω, ευλαβικά πάνω απ' τη φλόγα του ποτού
που με ρωτά και στη σκηνή του με φωτίζει
για όσο τ' αστέρι θα διψά να καταρρεύσουμε εντός μου
και μετά ότι αναπνέω να ραγίσει.
Μα εδώ, στα χείλη που γλιστράν ολάνθιστα το όνειρο που ρέει
που το σώμα μου λύνει και περνά και εκεί στα μάτια τους μπροστά
ένα, ένα, ένα με δείχνει
βλέπεις, πιστεύει και ξεχνά, σ' εμάς, στο όνειρο που ρέει
μα κάθε φορά, η λεγεώνα που βοά σπάει και δακρύζει.