Μπροστά στου βενζινάδικου την παλιοτζαμαρία
η μοναξιά του λες και πολλαπλασιάζεται
με το σφυγμό ενός ασίκικου ζεϊμπέκικου
σαν κάτι να προσμένει κι όλο αφουγκράζεται.
Με τον δεξί αντίχειρα στραμμένο προς τα πάνω
ταξιδευτής ενός ονείρου που σκοτώσανε
στέκει σαν ένας άγγελος καταμεσής του δρόμου
που τα λευκά φτερά του ακόμα δε φυτρώσανε.
Με κομμένα τα γιοφύρια
και την πλάτη του στον τοίχο
του χρωστάτε κάτι λόγια
κι εγώ τούτο εδώ τον ήχο.
Τον βρήκα πάλι αμίλητο στη στάση να καπνίζει
πρίγκιπας με λαμπρά κουρέλια στο κορμί του
φάνταζε σαν εξόριστος απ’ της Εδέμ τους κήπους
και σαν μαντατοφόρος που ράγισε η φωνή του.
Τον ρώτησα τι θέλει και ψάχνει μες στο πλήθος
και μου 'πε πριν σαλτάρει στα σύννεφα του επάνω
τους παγετώνες της καρδιάς κι εγώ όπως κι εσείς
με λίγη αγάπη μόνο ζητούσα να ζεστάνω.
Με κομμένα τα γιοφύρια
και την πλάτη του στον τοίχο
του χρωστάτε κάτι λόγια
κι εγώ τούτο εδώ τον ήχο.