Από την άκρη των ακριώ
ώστε να πας στην άκρη
στέκουνε τάβλες αργυρές,
στρωμνιά μαλαματένια,
ποτήρια με τις ερωθιές
Ποτήρια με τις ερωθιές
κι απού τα δει πλανάτε
και πέρασεν ο βασιλιάς
κι είδε τα και πλανέθη
Χριστέ, μην ήμουν βασιλιάς
Χριστέ, μην ήμουν βασιλιάς,
Χριστέ μην ήμουν ρήγας
να πέζευγα να χόρευγα.