Στην προκάλυψη φαντάρος,
μόνος μου μέσ’ στη σκοπιά,
δεν περνούν οι ώρες, φως μου,
δίχως γράμμα και φωτιά.
Όταν λαβαίνω γράμμα σου
όλα τα χιόνια λιώνουνε,
τα δέντρα φύλλα βγάζουνε
κι οι ελπίδες μου φτερώνουνε.
Μακριά απ’ την πολιτεία,
με το όπλο αγκαλιά,
τρέχει η σκέψη μου κοντά σου,
στη φτωχή μας γειτονιά.
Όταν λαβαίνω γράμμα σου
όλα τα χιόνια λιώνουνε,
τα δέντρα φύλλα βγάζουνε
κι οι ελπίδες μου φτερώνουνε.
Γράψε μου, γλυκιά μου αγάπη,
πάρε πένα και χαρτί,
γιατί γίνεται μολύβι,
δίχως γράμμα, το χακί.
Όταν λαβαίνω γράμμα σου
όλα τα χιόνια λιώνουνε,
τα δέντρα φύλλα βγάζουνε
κι οι ελπίδες μου φτερώνουνε.