Γέρο σε ’ τούτη τη ζωή,
Το μόνο έγκλημά σου,
Που εγέρασες κι εγίνηκες,
Βάρος για τα παιδιά σου.
Γέρασες και στο σπίτι του,
Κανένας δε σε θέλει,
Γιατί εξαναγίνηκες,
Απ’ την αρχή κοπέλι.
Άδικα παν οι κόποι σου,
Τσάμπα τα όνειρά σου,
Η στέρηση ποθ πέρασες,
Να θρέψεις τα παιδιά σου .
Σαν ήσουν νέος έτρεχες,
Να μη ληφθεί κανένα,
Κι εδά δε βρίσκετ’ έρμε μου,
Να σ’ ανετάξει ένα .
Στο δρόμο σε πετάξανε,
τα ίδια τα παιδιά σου,
Σαν το σκουπίδι γέρο μου,
Ξάνει την καταντιά σου .
Μα θα γυρίσει ο τροχός,
Θα ’ρθει και η σειρά τους,
Στο δρόμο να τους βγάλουνε,
Κι εκείνους τα παιδιά τους .
Επέτρεψέ μου να τους πω,
Μόνο μια ιστορία,
Βγαλμένη μέσ’ απ’ τη ζωή,
Κι ας μου κρατάν κακία.
Παλιά, ο γέρος άνθρωπος,
Έπρεπε να πεθαίνει,
Το σοϊ του και τα παιδιά,
Άδικα μη βαραίνει.
Τα ίδια τα κοπέλια τους,
Λοιπόν τους οδηγούσαν,
Σε μια απόκριμνη κορφή,
Απ’ όπου τους πετούσαν.
Έτσι ένας γιος τον άρρωστο,
Και γέρο του πατέρα,
Θέλησε να ξεφορτωθεί,
Οριστικά μια μέρα.
Σ’ ένα γκρεμό τον οδηγεί,
Κι όταν στην άκρη φτάνει,
Βάλθηκε μια ερώτηση,
Του γέρου να του κάνει .
" Πατέρα, πες μου, Απο που θές ",
Του λέει, "να σεπετάξω ;
Ξέρεις πως είναι το έθιμο,
Κι εγώ δε θα τ’ αλλάξω "
Με ηρεμία του απαντάει
ο γέρος " Γιε μου ξά σου,
από `που σε πετάξουνε
και ’σένα τα παιδιά σου "
Είν’ αμαρτία απ’ το θεό,
Τους γέρους να πετάτε,
Ότι κι αν είναι, ειναι γονείς,
Μόνο να τσ’ αγαπάτε.
Παράδειγμα να γίνετε,
Οι ίδιοι στα παιδιά σας,
Αν θέλετε να `ναι καλά,
Ει τα γεράματά σας...