Τα μικρά τ’ αγόρια, που με τ’ αδύνατα, γυμνά τους πόδια
μια μπάλα φουσκωτή κλωτσούν στους δρόμους
κι ύστερα παίζουν κλέφτες κι αστυνόμους,
μας μαγεύουνε.
Τα μικρά τ’ αγόρια, που τραγουδούν την κάθε στεναχώρια,
με πέλαγα κι ανέμους συζητάνε
και που σ’ αυτό τον κόσμο δεν χωράνε,
μας μαγεύουνε.
Δες, ξυπόλητα κλωτσάνε ένα τόπι και γελάνε
τα μπαγάσικα,
μπάλα ο κόσμος που αδιάφορα κυλά
στου δρόμου το κατάστρωμα.
Τα μικρά τ’ αγόρια, με κοντά σορτσάκια κι αποφόρια,
με σύννεφα κι αστέρια είναι φίλοι,
έχουνε το χαμόγελο στα χείλη,
μας μαγεύουνε.
Τα μικρά τ’ αγόρια, που στα όνειρά τους, κόκκινα βαπόρια
μακριά τα παίρνουνε, στης γης την άκρη
που δεν υπάρχει πόνος, μήτε δάκρυ,
μας μαγεύουνε.
Δες, ξυπόλητα κλωτσάνε ένα τόπι και γελάνε
τα μπαγάσικα,
μπάλα ο κόσμος που αδιάφορα κυλά
στου δρόμου το κατάστρωμα.
Πως περνούν τα χρόνια,
σαν χθες έπαιζα κι εγώ
κλέφτες κι αστυνόμους
και τώρα, στου δρόμου το κατάστρωμα.