Στο καφενείο "Λιανοκάπη"
δεν μ’ έσερνε άλλη αγάπη
παρά μονάχα η πατρική.
Μπροστά εκείνος σαν καράβι
που δεν μπορούσε να προλάβει
καμιά θαλασσοταραχή.
Κι εγώ στον πέμπτο μου χειμώνα
ν’ ακολουθώ μικρή γοργόνα
μ’ ένα άσπρο λούτρινο παλτό.
Μη γείρει κι άλλο το κατάρτι
θα βρω στον κρεμασμένο χάρτη
ένα λιμάνι κοντινό.
Γλυκός καφές χοντρό φλιτζάνι
το βήμα βήματα να κάνει
σε χέρια ριζοσπαστικά.
Και σ’ άλλα χέρια οι ρηγάδες,
να κλείνουν οι ξερές βδομάδες
με μεροκάματα ξερά.
Μη με κερνάτε δε θα πάρω,
ποιος έχει ξεγελάσει χάρο
μ’ ένα γλυκό του κουταλιού;
Μη με κερνάτε χιοναγέρι
αφήστε μου το καλοκαίρι
να με προσμένει κάπου αλλού.
Να τραγουδώ σαν τα τζιτζίκια
πάνω σε δέντρα δεκανίκια.